- χιλιοδύναμος
- ὁ, Αχιλιοδύναμις*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο)-* + -δύναμος (< δύναμις), πρβλ. μεγαλο-δύναμος, παντο-δύναμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιλι(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό χίλιοι και δηλώνει ότι κάτι αποτελείται, περιλαμβάνει, περιέχει χίλιες φορές αυτό που δηλώνει το β συνθετικό (πρβλ. χιλιο δύναμις, χιλιό πους) ή ότι κάτι… … Dictionary of Greek
χιλιοδύναμις — άμεως, ἡ, Α το φυτό πολεμόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιλι(ο) * + δύναμις (πρβλ. αὐτο δύναμις). Πρόκειται για δ. γρφ. αντί τού χιλιοδύναμος] … Dictionary of Greek